Συνάψεις

Προλογικά:

Το πρώτο απόσπασμα είναι από το βιβλίο της Μιμίκας Κρανάκη Contre-Temps. To βιβλίο το διάβασα πρόσφατα και με συγκίνησε βαθιά η ποιητική ευαισθησία της γραφής της και η ψυχολογική ωριμότητα των χαρακτήρων. Το δεύτερο είναι μία σειρά σχολίων που άφησε η Aphrodite στην ανάρτηση του Νίκου Δήμου με τίτλο Η πρώτη σας γνωριμία και μου είχαν αρέσει πολύ όταν τα διάβασα. Η ίδια μου επέτρεψε πολύ ευγενικά να τα δημοσιεύσω και την ευχαριστώ, ενώ τα έχει ανεβάσει και σε ένα από τα δικά της blog. Καλή ανάγνωση.

::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::

-Ξέρεις, Κυβέλη, εξακολούθησε, το κάθε τι στον κόσμο γίνεται παρά λίγο, κατά προσέγγιση, με αποτζιατούρες.

Πρώτη φορά την έλεγε με τ’ όνομά της. Ήταν αλλόκοτο, αυστηρό, ξένο.

Ίσως και κάπως αστείο.

-Κάτι χειρότερο. Γίνεται á contre-temps. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις. Όπως στη μουσική. Να, έρχεται άδοξα στην αδύνατη στιγμή, όταν δεν το ζητάς ακόμη ή δεν το ζητάς  πια, κι έτσι πλέκεται, μια ατελείωτη, αξεδιάλυτη παρεξήγηση. Αυτό έγινε και μεταξύ μας. Όταν σ’ αγαπούσα ήσουν αδιάφορη.

::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::

 

O χρυσός, το βιβλίο,
η σοκολάτα και το φιλί.

===========================

Ιστορία πρώτη: ο χρυσός.
————————

Ηταν το κορίτσι που έπαιρνε από γράμματα, με ταλέντο στα καλλιτεχνικά,
και γονείς που καταλάβαιναν ότι το Αϊβαλί τους ήταν πολύ μικρό για
εκείνην. Συμφωνησαν να πάει η μάνα με τα υπόλοιπα παιδιά και τις θείες
στη Σμύρνη, στο πλούσιο σόϊ, και ο πατέρας να πάρει την Αλεξάνδρα να
πάνε στη Γκρενόμπλ που είχε φίλους και του είχαν βρει καλοπληρωμένη
δουλειά. Να ανοίξουν τα μάτια της. Και μετά Παρίσι, να σπουδάσει. Δεν
γύρισαν ποτέ. Ολοι εκτός από μια θεία που μπόρεσε να φέρει εδώ τον
μικρότερο αδερφό της, χάθηκαν εκεί.

Ο σεβαστός γιατρός με ειδικότητα κιόλας, οδοντιατρική. Είχε αφήσει τη
Δράμα και πήγε για σπουδές στο Παρίσι. Κατέληξε στη Γκρενόμπλ που είχε
περισσότερη ανάγκη ο κόσμος. Ηταν χορτάτος, ήταν λειτούργημα από την
αρχή. Εβαζε χρυσό αντί για κράματα και φτηνά υλικά. Κι όσων δεν είχαν
να τον πληρώσουν, τους τα έκανε τζάμπα. Ονειρό του, να γυρίσει
φτασμένος στην Ελλάδα και να προσφέρει δωρεάν εκεί, βγάζοντας λεφτά
από τ’αμπέλια. Και μια οικογένεια, ντιπ για ντιπ ελληνική.

Κάποια στιγμή, πόνεσε ένα δόντι της Αλεξάνδρας (δεσποινίς ολόκληρη
πλέον) και πού αλλού θα πήγαινε, στον Ελληνα γιατρό. Εκείνη
καταντράπηκε με το που τον είδε, της φάνηκε τόσο σοβαρός… Και όταν
είδε πως δεν τσιγγουνευόταν τον αληθινό χρυσό, τον θαύμασε. Εκείνος
τρελλάθηκε με την εξυπνάδα της και δεν ήξερε πώς να την πρωτοκρατήσει
όσο πιο πολλές ώρες γινόταν κοντά του, χωρίς να δώσουν αφορμές. Της
προσέφερε δουλειά γραμματέως του, με πλήρη πρόσβαση στη μεγάλη
βιβλιοθήκη του. Εκείνη κρυβόταν πίσω από τη γαλλική φινέτσα και τον
πλυθηντικό της γλώσσας.

Για ένα χρόνο την περνούσε για Γαλλίδα. Στο τέλος, έπρεπε η Αλεξάνδρα
να γυρίσει πια Ελλάδα. Τη στιγμή του αποχαιρετισμού, της έδωσε ένα
μικρό γλυπτό από χρυσό, που το έφτιαχνε κρυφά. Βούρκωσε και της είπε
«Θα μου λείψετε, σας αγαπώ, μα δεν μπορώ να πάρω Γαλλίδα, θέλω να
παντρευτώ Ελληνίδα…» Και η Αλεξάνδρα απήντησε εις άπταιστον
ελληνικήν «Και γιατί δεν το κάνετε?»

 

Ιστορία δεύτερη: το βιβλίο
————————–

Εκείνη δασκάλα. Είχε έρθει κοριτσάκι με την καταστροφή, αφήνοντας πίσω
ολόκληρη την οικογένειά της, εκτός από μία αδερφή. Περιουσία, κόποι,
όνειρα, καπνός! Και το μόνο που ήθελε ήταν να δώσει ό,τι ομορφότερο
είχε σε παιδάκια, να ξορκίσει τον ξερριζωμό. Και να πάρει κάποιον να
στεριώσουν, να κάνουν οικογένεια και να ξεχάσει τον τρόμο.

Εκείνος επιχειρηματίας, μεγαλύτερος. Παρόμοια ιστορία, άφησε πίσω…
και τι δεν άφησε! Πίκρα. Μεγάλη. Εφυγε έφηβος, καταλάβαινε τα πάντα.
Το όνειρό του ήταν να πάνε μια μέρα πάλι στην πατρίδα. Κι ό,τι
κινήσεις έκανε, αποσκοπούσαν στο να μαζέψει αρκετά και να φύγει.
Ανακατεύτηκε πολύ και με τα κοινά, νόμιζε πως έτσι θα γινόταν όλα
ευκολότερα. Ιδανικά. Και ό,τι οικογένεια να έκανε, η γη τους θα ήταν
πάλι εκεί. «Μια μέρα…» έλεγε μέχρι τα γεράματα κι έκλαιγε.

Ενα πρωϊνό τον πήραν φίλοι σε «αριστοκρατικό» κεντρικό ζαχαροπλαστείο.
Το ένα έφερε το άλλο, και τελικά κατέληξαν σε κάποιο σπίτι, όπου θα
μπορούσαν να εμφανιστούν και φίλες τους (με συνοδεία
αδέρφών/ξαδέρφων). Ηρθαν όλες, εκτός από μία, που του είχαν πει από
πριν ότι ήταν Η καλλονή. Ούτε πρόσεξε ποιός ήρθε, ποιός βγήκε, τίποτε.
Μέχρι την ώρα που φορούσε το παλτό του και μπήκε Εκείνη. Η ξανθειά,
γαλακτερή, ντροπαλή Ελεωνόρα, που μοσχοβολούσε σαπούνι και βανίλια.
Ερωτεύτηκε. Σε δευτερόλεπτα. Δεν μπορούσε να φύγει, δεν μπορούσε να
μείνει. Σκαρφίστηκε ότι ξέχασε να πει κάτι σε φίλο, και πέρασε αρκετήν
ώρα χαζεύοντάς την.

Πώς να την ξανάβλεπε όμως? Σκέφτηκε να της κάνει δώρο μαζί με πρόταση,
να είναι ξεκάθαρο το σοβαρό των προθέσεών του. Πήγε για κόσμημα. Και
τελευταία στιγμή παρήγγειλε κι ένα βιβλίο από την Αυστρία, ένα
αλφαβητάριο με ωραίες ζωγραφιές. Να ξεχωρίσει από τους μνηστήρες. Αυτό
έκανε δυό μήνες να φτάσει. Ζούσε συνεχώς με την αγωνία μη τυχόν και
τον προλάβει άλλος.

Τελικά ντύθηκε, στολίστηκε, έβαλε το βιβλίο μαζί με το κόσμημα σε ένα
ωραίο πακετάκι… μπήκε στην κούρσα και μόλις έφτασε κάτω από το σπίτι
της… έστειλε τον σωφέρ να το παραδώσει. Οπου φύγει-φύγει!

Την «επαύριο» του μήνυσε η Ελεωνόρα το «Ναι». Σε χαρτί από λουκούμια,
έγραψε «Αργήσατε και νόμιζα πως δεν είχα ελπίδες πια. Το κόσμημα
υπέροχο, αλλά το αλφαβητάρι πολύτιμο. Πώς το ξέρατε…» (αμ δεν
τό’ξερε!).

 

Ιστορία τρίτη: η σοκολάτα
————————-

Ηταν ο άντρας που περνούσε και τα σάρωνε όλα, καπάτσος, πανέξυπνος,
δουλευταράς, ωραίος. Ο πρωτότοκος γυιός της Ελεωνόρας. Περνούσε από
όλη την επαρχία για τη δουλειά του κι έτρεχαν να του προξενέψουν.
Αρραβωνιάστηκε μια νταρντάνα, κόρη πλουσίου της Σάμου, νύφη με τα όλα
της. Εκείνη κανόνιζε τα του γάμου, θα κατέβαινε κι Αθήνα για τα
περαιτέρω. Εκείνος θα έκανε το τελευταίο του ταξίδι πριν καθήσει να
γίνουν όλα όπως έπρεπε στην Αθήνα. Ηθελε μια γυναίκα να του τη δίνει,
να την ερωτευτεί μέχρι θανάτου, αλλά δεν του κλήρωσε. Δεν πειράζει,
έτσι είναι η ζωή, η Σαμιώτισσα ήταν μια κάποια λύσις…

Η Μαργαρίτα, κόρη της Αλεξάνδρας (που έμεινε χήρα στα 32 της, τον
σκότωσαν μες το κτήμα με τ’αμπέλια τον γιατρό, λίγο που είχαν γυρίσει,
και την άφησε με δύο μικρά παιδιά κι ευτυχώς πολλά που πουλήθηκαν όλα
για να τα μεγαλώσει μες την Κατοχή), ήταν η πολύφερνη νύφη, κυρίως
λόγω καταγωγής, καλλιέργειας, αλλά και καλλιτεχνικής φλέβας – όποτε
χόρευε στις χοροεσπερίδες της Λέσχης, την άλλη μέρα οι προτάσεις
έπεφταν στη μάνα της βροχή. Εκείνη όμως αντάρτισσα, ήθελε να γίνει
γιατρός σαν τον πατέρα της. Και ζωγράφος τον ελεύθερό της χρόνο. Να
έχει έναν άντρα που να τον λατρεύει και να την πάρει μακρυά από αυτή
την «βλαχιά», όπως έλεγε…

Τελευταία μέρα της δουλειάς του αρραβωνιασμένου μας, Δράμα, κεντρική
πλατεία, η Μαργαρίτα καθόταν με τον αδερφό της και την παρέα του από
την Λέσχη για πάστα. Σε λίγο θα ερχόταν και ο μορφονιός, κι εκείνη
ξύνιζε τα μούτρα της – την είχε τη σνομπαρία στο αίμα της. Εκείνος
ήρθε από το πίσω μέρος του ζαχαροπλαστείου και εμφανίστηκε
φάντης-μπαστούνι μπροστά τους. Η Μαργαρίτα τρόμαξε, θύμωσε, τον
σνομπάριζε κανονικά όλο το απόγευμα. Εκείνος έφυγε για λίγο, πήγε
παρακάτω και αγόρασε μια μεγάλη σοκολάτα. Πριν να φύγουν, την πιάνει
από το χέρι (με την άδεια του αδερφού…), της δίνει τη σοκολάτα και
της λέει: «Σήμερα φεύγω. Πάρε τη σοκολάτα και κόβε ένα πλακάκι κάθε
μέρα. Μέχρι να την φας όλη, θα είμαι πάλι πίσω».

Η Μαργαρίτα εξαγριώθηκε. Κάθε βράδυ όμως έκοβε κρυφά ένα-ένα πλακάκι.
Και όντως, ήρθε. Το ίδιο απόγευμα, πήγε σπίτι της και είπε στη μάνα
της «Σας ζητώ το χέρι της κόρης σας» (Η Μαργαρίτα με τρελλή έξαψη,
αλλά δεν ήταν σίγουρη ότι θα την ήθελε για εκείνην κι όχι για το ότι
ήταν «κόρη γιατρού»). «Ευχαρίστως, αλλά δεν έχουμε προίκα ξέρετε-»
άρχισε να λέει η Αλεξάνδρα. «Δε με ενδιαφέρει. Εχω εγώ!». Κι από τότε
η Μαργαρίτα ήταν σίγουρη πως είχε κινήσει γη και ουρανό για εκείνην
και μόνο για εκείνην.

Ιστορία τέταρτη: το φιλί.
————————-

Η μικρή Αλεξάνδρα-Ελεωνόρα μεγάλωνε με πίεση να τα καταφέρνει παντού.
Και αριστεία, τίποτε λιγότερο. Οπότε οι έρωτες στα μετόπισθεν. Κάποια
στιγμή, έκρηξη κι είπε: «ή με όποιον θέλω, κι επιδόσεις, ή μόνη μου
και να πλένω σκάλες!» (αποπληξία η Μαργαρίτα!). Εκείνη το μόνο που
ευχόταν μετά από εξοντωτικούς δεσμούς, ήταν έναν καλό πατέρα για τα
παιδιά της. Για την πάρτη της ήταν ΟΚ. Για τα παιδιά της όμως τον
ήθελε καλό. Νορμάλ. Ημερο. Κάλλιστο.

Ο Αρης πάλι παιδί σεμνό και μετρημένο, δεν τον έπιανε το μάτι σου. Με
έναν πανομοιότυπο μεγαλύτερο αδερφό, τους μπέρδευαν. Τρελλές
ακαδημαϊκές επιδόσεις, η μια υποτροφία πάνω στην άλλη. Ηθελε μια
ησυχούλα κοπέλλα για να αφοσιωθεί στα διαβάσματα & την καριέρα του.
Κάποια στιγμή, χορός του Πανεπιστημίου του αδερφού του. Πήγε με την
τότε κοπέλλα του. Ηρθε και η Α-Ε (δεν την ήξερε) με το αγόρι της,
έκατσε με τους συμφοιτητές της κι έπιασε την κουβέντα με την κοπέλλα
του Αρη. Ο Αρης απλώς έφερνε ποτά (κάποια στιγμή μόνον που τις
πλησίαζε από μακρυά, σκέφτηκε «να ρε γαμώτο ένας ωραίος, clean-cut
γαμπρός, να τον πάει μια κοπέλλα στη μάνα της, να χαρεί!»). Και μετά
τίποτε.

Τρία χρόνια μετά, μπαίνοντας πρώτη μέρα στο μεταπτυχιακό, φατσώνεται
με τον Αρη. Προς στιγμήν τον μπέρδεψε με τον μεγάλο του αδερφό, σα να
έφυγε το «γλυκούτσικο» που είχε κι έγινε πιο άντρας… Χαιρετήθηκαν,
μια χρονιά σκέτοι συμφοιτητές, σε group-projects τον καπέλωνε,
ανεμοστρόβιλος σκέτος, του έκανε και.. προξενειό φίλη της, αυτά.
Εκείνος ακόμη με την κοπέλλα του, εκείνη με τον επόμενο.

Κάποια στιγμή η Α-Ε πήγε σινεμά την ανηψιά της. Εκείνη την ημέρα την
είχε σκαπουλάρει από ένα άτυπο re-union των συμφοιτητών, με διάφορες
δικαιολογίες, αλλά την «επιασαν» στις καφετέριες δίπλα στο σινεμά μια
παρέα κοντά 20 από αυτούς (Ντάαχ!).

Στάθηκαν λίγο όρθιοι, τα ψιλο-είπαν και τελικά χαιρετούρες, «μη
χαθούμε, πάρε τηλέφωνο» κτλ. Το ίδιο και με τον Αρη. Ενα μήνα μετά,
την παίρνει από Λονδίνο out-of-the-blue, νέος κύκλος σπουδών, ε, so
what, πότε-πότε τηλέφωνα. Εναν χρόνο μετά, φατσώνονται σε ένα μπαρ,
λίγες μέρες αφ’ότου τα είχε χαλάσει εκείνη (εκείνος ακόμη….) και
άρχισαν να τα λένε. Το ποτό? Η μουσική? Ο φωτισμός? Το ότι την άκουγε?
Φιλικός ώμος και άρχισε να του κλαίγεται.

Κάποια στιγμή ο Αρης έπιασε τα ποτά τους (στεκόντουσαν όρθιοι, πήχτρα
το μπαρ), τα έδωσε να τα κρατάει ένας άσχετος από δίπλα, και την ώρα
που τον ρώτησε η Α-Ε γελώντας «τι έγινε, βρήκαμε βαστάζο τώρα?» την
φίλησε πιάνοντας της με το ένα χέρι το κεφάλι απαλά. Μόλις τελείωσε,
της χάιδεψε τα χείλη με το άλλο, πήρε τα ποτά και είπε «συγνώμη, σε
διέκοψα, τι μου έλεγες λοιπόν για τον γκόμενό σου?»…

(Τι να του πει? Ποιά είμαι? Πώς με λένε?!)

Επιμύθιον
=========

Θα έλεγε κανείς πως στις ιστορίες μας οι πρώτες γνωριμίες ήταν από την
αρχή το δέκα το καλό. Λάθος. Πως ο χρυσός θαμπώνει πιο πολύ μια
γυναίκα ως σύμβολο από ένα φιλί. Κι αυτό λάθος. Πως ό, τι ευχηθείς,
τελικά θα το πάθεις. Αυτό κι αν είναι λάθος!

Το μόνο που φαίνεται ως κοινό είναι το ότι καθώς μεγαλώνουμε/
ωριμάζουμε/ μελανιάζουμε, μάλλον κάνουμε έναν συγκεκριμένο χώρο πάνω
μας για να μπορεί να έρθει κάποιος και να κλικάρει με τις συνάψεις του
πάνω στις δικές μας. Σίγουρα πολλοί άλλοι θα μπορούν να αγκιστρωθούν –
κι εμείς επάνω τους.

Αλλά εκείνο το συνταίριασμα που έχει τα πολλά γραπώματα είναι αυτό που
φαίνεται ότι μας τραβάει περισσότερο. Κι ας αντιτίθεται σε ό,τι
περιμένουμε ή φανταζόμαστε για τον εαυτό μας. Κι ίσως η πρώτη γνωριμία
να μην είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε κάποιον, ίσως ούτε καν η πρώτη
φορά που κάνουμε έρωτα μαζί του…

Ισως είναι η πρώτη φορά που σκίζεται η ταπετσαρία του εαυτού μας και
βγαίνει λίγο φως από μέσα, φωτίζει τον άλλον και τον βλέπουμε με τα
μάτια της ψυχής. Δε διαρκεί πολύ. Δε μπορεί να διαρκέσει πολύ. Κι αυτό
μπορεί να γίνει και με την 100-ή φορά που θα τον δούμε, δεν έχει
σημασία…

Σχολιάστε